-
1 καθηλόω
A nail on,παραβλήματα κατηλῶσαι IG22.1604.31
(iv B.C.);τι πρός τι Plu.Alex.24
;περί τι Apollod.1.9.1
, cf. IG22.463.79, 1668.57;οἷον κ. τὴν ψυχὴν πρὸς τὴν ἀπόλαυσιν Porph. Abst.1.38
:—[voice] Pass., κλῖμαξ σανίσι καθηλωμένη with boards nailed thereto, Plb.1.22.5, cf. Apollod.Poliorc.189.5;καθηλωθήσεται σύριγξι καμαρικαῖς Ath.Mech.36.5
; λεπίδες καθηλωμέναι nailed on, D.S.20.91, cf. Orib.49.4.51;Χάλκωμα συμμαχίας.. ἐν Καπετωλίῳ κατηλωθῆναι IG 12(3).173.7
(Astypalaea, ii B.C.).II by confusion of Hebr. sāmar 'bristled' with sāmar, imper. sèmōr 'nail thou',καθήλωσον ἐκ τοῦ φόβου σου τὰς σάρκας μου LXXPs.118(119).120
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθηλόω
См. также в других словарях:
καθηλώνω — (AM καθηλῶ, όω, Α και κατηλῶ) 1. στερεώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με καρφιά, καρφώνω κάτι πάνω σε άλλο («κλῑμαξ σανίσι καθηλωμένη», Πλούτ.) 2. μτφ. κρατώ κάποιον ή κάτι ακίνητο στη θέση του ή σε μία κατεύθυνση (α. «ο στρατός καθήλωσε τον αντίπαλο… … Dictionary of Greek